Η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (ΑΓΔ) ανήκει στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Είναι η πιο συχνά εμφανιζόμενη αναπτυξιακή διαταραχή στην παιδική ηλικία και έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των παιδιών.
Ο όρος Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή έχει αντικαταστήσει άλλους όρους με συνηθέστερο αυτόν της Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής (SLI).
H ΑΓΔ αποτελεί μία δυσκολία κατανόησης και έκφρασης του λόγου γεγονός που δυσχεραίνει τη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.
Περιλαμβάνει ένα σύνολο από ποικίλες κλινικές εικόνες που χαρακτηρίζονται από την παρουσία δυσκολιών σε έναν ή περισσότερους τομείς της γλωσσικής ανάπτυξης.
Η ΑΓΔ έχει γενετική βάση ενώ παράγοντες όπως η ομιλούμενη γλώσσα και η εθνικότητα ή η διγλωσσία δεν ευθύνονται για την παρουσία της κατά την ανάπτυξη.
Επιπλέον, δεν προκαλείται από τον τρόπο που οι γονείς αλληλεπιδρούν λεκτικά με τα παιδιά τους.
Οι γλωσσικές δυσκολίες ξεκινούν στην προσχολική ηλικία, επιμένουν κατά τη σχολική ηλικία δυσχεραίνοντας τη μαθησιακή διαδικασία και διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής επηρεάζοντας και την εργασιακή-επαγγελματική ζωή.
Έχει αποδειχθεί ότι η ΑΓΔ σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, παρουσιάζοντας υψηλό ποσοστό συννοσηρότητας με τη δυσλεξία, ενώ εξίσου σοβαρές είναι και οι διαταραχές που προκαλεί στη συναισθηματική και κοινωνική προσαρμογή.
Το εύρος αυτών των προβλημάτων και οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών υποδηλώνει τη σημασία της έγκαιρης λογοθεραπευτικής αξιολόγησης και παρέμβασης.
Ο έγκαιρος εντοπισμός των δυσκολιών και η πρώιμη λογοθεραπευτική παρέμβαση συνιστούν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο υποστήριξης, με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων στην εκπαιδευτική, κοινωνική και συναισθηματική ζωή του ατόμου.